• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: big time, big-time

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
big time adv informal (to the highest extent) (καθομιλουμένη)τρελά επίρ
  (αργκό)με χίλια, με τα χίλια φρ ως επίρ
 She's amazing, and I fell in love with her big time.
 Είναι καταπληκτική και την ερωτεύτηκα τρελά.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
big-time n as adj informal (very successful)πετυχημένος μτχ πρκ
 Now he's a big-time director, but once he worked in the mail room.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
big time | big-time
ΑγγλικάΕλληνικά
make the big time,
hit the big time
v expr
informal (be a success) (αργκό)πιάνω την καλή έκφρ
  κάνω επιτυχία ρ έκφρ
 I moved to Hollywood, trying to make the big time.
the big time n informal (great success or fame) (ανεπίσημο, καθομ)το μεγάλο μπαμ έκφρ
 After years of struggling in obscurity, he was ready for the big time.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση big time στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «big time».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!